αποχετευτικός

αποχετευτικός
-ή, -ό
ο σχετικός με την αποχέτευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποχετευτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αποχέτευση: Το αποχετευτικό σύστημα της πόλης ήταν παμπάλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροντάλι — το 1. το γείσο της στέγης 2. στέγη 3. αποχετευτικός αγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ενετ.) grondὰl με παρετυμολογική επίδραση της λ. βροντή*] …   Dictionary of Greek

  • εκφορητικός — ή, ό(ν) αυτός με τον οποίο μεταφέρεται κάτι ή κάποιος προς τα έξω, με τον οποίο πραγματοποιείται η αποχέτευση υγρών, αποχετευτικός («εκφορητικοί πόροι») οι πόροι που αποχετεύουν το έκκριμα τών αδένων …   Dictionary of Greek

  • μοτός — ο, και μοτόν, το (Α μοτός) είδος γάζας από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται πάνω στις πληγές, αλλ. ξαντό αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.) μότα (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πληροῡντα τὴν κοίλην τῶν τραυμάτων ῥάκη» 2. αποχετευτικός σωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης …   Dictionary of Greek

  • αγωγός — ο 1. σωλήνας ή σύρμα με το οποίο μεταφέρεται ή διοχετεύεται κάτι: Πολύ κοντά στο σπίτι μου περνάει ο κεντρικός αποχετευτικός αγωγός. 2. σώμα που έχει ή δεν έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τον ηλεκτρισμό ή τη θερμότητα: Το ξύλο είναι κακός αγωγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”